-
1 ακρον
Iτό1) вершина(Ἴδης Hom.; τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.)
τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίης Her. — (на)горная часть Эвбеи2) перен. верх, высшая степень(πανδοξίας Pind.)
πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι или ἐπ΄ ἄ. ἀφικέσθαι Plat. — достигнуть вершины, перен. предела;εἰς ἄ. Theocr. — в высшей степени;ἄκρα φέρεσθαι Theocr. — получить высшую награду3) высшая власть(Ἄργεος ἄκρα Theocr.)
4) мыс(Σούνιον ἄ. Hom.)
5) край, конец, пределτὰ ἄκρα τῆς θαλάσσης Plat. — поверхность моря;
χειρῶν ἀκρα Luc. — кисти рук;τὰ τῆς Ἑλλάδος ἄκρα Polyb. — границы ГрецииIIadv. сверху, поверхἄ. ἐπὴ ῥηγμῖνος ἁλός Hom. — по гребням волн
-
2 άνω
I επίρρ. 1. (με ρήματα) вверх, наверх; вверху, наверху;πορεύομαι άνω — идти наверх;
2. (με γεν.)1) выше;άνω του μηδενός — выше нуля;
άνω του γόνατος — выше колена;
2) сверх, выше;άνω του εκατομμυρίου — свыше миллиона;
άνω των πεντήκοντα ετών — больше пятидесяти лет;
από πέντε ετών και άνω — с пяти лет и выше;
3) поверх, сверху; над чём-л.;άνω της θαλάσσης — над морем;
§ είμαι άνω κάτω — б) быть в полном беспорядке; — вверх дном; — б) быть очень расстроенным, возмущённым;
τα κάνω άνω κάτω — перевернуть всё вверх дном, привести в беспорядок;
κάνω κάποιον άνω κάτω — очень расстраивать кого-л.;
γίνομαι άνω κάτω — очень расстраиваться, возмущаться, негодовать;
II επίθ. верхний;ο άνω όροφος — верхний этаж;
τα άνω άκρα — верхние конечности;
ο άνω ρούς τού πόταμου — верховье реки;
ο Άνω Δούναβις Верхний Дунай;η Άνω Αίγυπτος Верхний Египет;η άνω βουλή — верхняя палата, палата лордов;
§ (αυτό) είναι άνω ποταμών — это абсурдно, нелепо
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
θίξις — θίξις, ἡ (Α) [θιγγάνω] 1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.) 2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη 3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» εγχείρηση… … Dictionary of Greek